- φουκαριάρης
- -α, -ικο, Νφουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουκαριάρης, -α, -ικο — και φουκαριάρικος, η, ο επίρρ. α ο φουκαράς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
φουκαράς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. φτωχός. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, ταλαίπωρος, κακομοίρης, φουκαριάρης: Βρε το φουκαρά, τι έπαθε πάλι στα καλά καθούμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)